αστράγαλος

αστράγαλος
I
(Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην κεφαλή που αρθρώνεται με το σκαφοειδές και στην κάτω επιφάνεια που εφάπτεται με τη φτέρνα. Το πίσω και μεγαλύτερο τμήμα του λέγεται σώμα, το διάμεσο αυχένας και το εμπρός κεφαλή. Ο α. κινείται σαν τροχαλία ανάμεσα στα δύο σφυρά.
Α. ονομαζόταν και ένα αγαπημένο τυχερό παιχνίδι των αρχαίων Ελλήνων, ανάλογο με εκείνο των ζαριών. Αργότερα, όταν το παιχνίδι αυτό έγινε γνωστό και στους Ρωμαίους, αντί των φυσικών α. γινόταν χρήση και τεχνητών από χρυσό ή άλλα πολύτιμα μέταλλα. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνταν οι α. ήταν πολλοί και κάθε τμήμα τους είχε ιδιαίτερη σημασία από τη θέση που έπαιρναν όταν τους έριχναν. Υπήρχαν επίσης ειδικές ονομασίες κάθε πλευράς. Το παιχνίδι, πολλές φορές, γινόταν όχι με έναν, αλλά με τέσσερις α. και από τον συνδυασμό των βολών των τεσσάρων εξαρτιόταν η επιτυχία ή η αποτυχία. Οι διάφοροι συνδυασμοί α. είχαν ονομασίες θεών και ηρώων.
"Γυναίκες παίζουν αστραγάλους", τοιχογραφία της Πομπηίας.
II
(Βοτ.). Γένοςποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Το γένος αυτό είναι πολύ πλούσιο σε φυτά που έχουν φύλλα σύνθετα, συνήθως περιττόληκτα και σπανιότερα αρτόληκτα. Σε λίγα είδη τα φύλλα είναι απλά. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, μαβιά, γαλάζια, κιτρινωπά ή λευκά. Ο καρπός τους περιέχει πολλά σπέρματα. Ένα από τα πιο κοινά είδη είναι ο α. o γλυκύφυλλος. Πρόκειται για μια φρυγανώδη πόα, πολύ διακλαδισμένη, ύψους έως 1 μ., που φυτρώνει στα δάση, κατά μήκος των φρακτών στα πεδινά και στους πρόποδες των βουνών. Έχει σύνθετα φύλλα, περιττόληκτα, που σχηματίζονται από 7-13 φυλλάρια ωοειδή, μυτερά·τα άνθη είναι ψυχοειδή (όπως τα άνθη του βίκου), κίτρινα-υποπράσινα και ο καρπός είναι ένας λοβός επιμήκης. Η ρίζα του α. περιέχει μια πικρή ουσία, που έχει περίπου τις ιδιότητες της πραγματικής γλυκύρριζας.
Τα είδη του α. είναι περίπου 1.600. Πολλά είναιφρυγανώδη, κατακείμενα ή σε σχήμα μαξιλαριού, κυρτά και αγκαθωτά, που βρίσκονται στα λιβάδια και στις ημιερημικές περιοχές, ειδικά στον Καύκασο, στη Μικρά Ασία, στην κεντρική και νότια Ασία και στις Άνδεις.
Στην Ελλάδα φυτρώνουν 35 είδη α., τα οποία είναι γνωστά με τις ονομασίες τραγάγκαθα και κωλοστούπια. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι o α.ο γραικός, o α.της Κυλλήνης και o α.ο ρουμέλικος.
Ο αστράγαλος είναι ένα γένος ελλοβοκάρπων που περιλαμβάνει περισσότερα από 1.500 είδη, διαδεδομένα κυρίως στην Ασία (φωτ. Tomsich).
* * *
ο (AM ἀστράγαλος)
1. κόκαλο του ταρσού, το σφυρόν*, το κότσι
2. διακοσμητικό στοιχείο του ιωνικού και του κορινθιακού επιστυλίου
αρχ.
1. σπόνδυλος, κυρίως του τραχήλου
2. ο καρπός του χεριού
3. γυναικείο κόσμημα, σκουλαρίκι
4. πληθ. τα καλλίγραμμα πόδια
5. πληθ. το παιχνίδι με κότσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αστράγαλος προήλθε μέσω ενός επιθήματος σε λ-, από αρχαίο τύπο στον οποίο ανάγεται η λ. οστούν, όπου το αρχικό ο- τράπηκε σε α- με προληπτική αφομοίωση (πρβλ. οστακός αστακός), περιέχει δε θέμα σε r / n (πρβλ. όστρακον, όστρεον, αρχ. ινδ. γεν. asthnάh), το οποίο στον τ. αστράγαλος εμφανίζεται στη φωνηεντική μορφή του r (> ρα) με παρέκταση σε γ- (πρβλ. αρχ. ινδ. άsr-k- «αίμα»). Η λ. αστράγαλος απαντά αρχικά με σημασία «μικρό κόκαλο», ειδικότερα δε «τραχηλικός σπόνδυλος» Όμ., στον Ηρόδοτο όμως και στον Ξενοφώντα δηλώνει «το κοκαλάκι του ταρσού» (ιδίως για άλογα). Στον Όμηρο επίσης και στην Ιωνική-Αττική η λ. χαρακτηρίζει «το παιχνίδι με τους αστραγάλους, τα κότσια», απ' όπου προέκυψε η σημασία «διακοσμητικό στοιχείο κολώνας ιωνικού ρυθμού». Τέλος, ο τ. αστράγαλος χρησιμοποιείται για να δηλώσει είδος φυτού, ενώ το θηλ. αστραγάλη με σημασία «κοκαλάκι, κότσι» απαντά στον Ανακρέοντα και στον Ηρώνδα.
ΠΑΡ. αρχ. αστραγάλειος, αστραγαλίζω, αστραγαλίσκος, αστραγαλωτός
μσν.
αστραγαλώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αστραγαλόμαντις
νεοελλ.
αστραγαλεκτομή, αστραγαλομαντεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστράγαλος — one of the vertebrae masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστράγαλος — ο 1. κόκαλο του κάτω μέρους του ποδού, κότσι: Μου πονεί ο αστράγαλός μου και δεν μπορώ να περπατήσω. 2. το παιχνίδι με τα κότσια: Και στην αρχαιότητα έπαιζαν με τους αστραγάλους. 3. κόσμημα στα ιωνικά και κορινθιακά κιονόκρανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστραγάλω — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc nom/voc/acc dual ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλοιν — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλοις — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλοισι — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλοισιν — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλου — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλους — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραγάλων — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”